της Μαριλένας Κολλάρου
Χτυπά τηλέφωνο, η ώρα αργά και μισή.
Ακούγοντας αδίστακτα «του – του» να σπρώχνονται στο ακουστικό σε φαντάζομαι. Αποτελείς μορφή οικεία, ζωντανεύεις μπροστά μου: Σε σκουντά η πραγματικότητα καθώς κοιμάσαι. Μέσα στην σιωπή τόσων ημερών, ξαφνικά το κινητό σπαρταρά επάνω στο κομοδίνο. Γυρνάς αμήχανα κι απλώνεις το χέρι ψαχουλεύοντας τη νύχτα• καθώς η οθόνη πλησιάζει προς τα μάτια σου το πρόσωπο σου φωτίζεται. Είμαι εγώ που σε καλώ αναρωτιέσαι, ή μήπως είναι απλώς η νύχτα; Πατάς το πράσινο της εκκίνησης, μα παρόλα αυτά μιλάς σιγά, φοβούμενος ότι θα ξυπνήσεις το παρελθόν μας. Η φαντασίωση διαλύεται, καθώς χτίζεται στο ηχείο μου η φωνή σου.
-Ναι; ρωτάς κι απαντάς διστακτικά.
-Εγώ είμαι, απαντώ κι είναι ψέματα. Πάει καιρός που δεν ξέρω ποια είμαι, που δεν βρίσκω κάτι επάνω μου, το οποίο στα αλήθεια να με θυμίζει…
-Σου συμβαίνει κάτι; Όλα καλά; ρωτάς και μέσα μου ξέρω ότι εννοείς «Είναι πολύ αργά, να κοιμηθώ ή μ’ αγαπάς;», έτσι κι εγώ σου απαντώ με τρόπο ο οποίος είμαι σίγουρη ότι σημαίνει σ’ αγαπώ:
– Όλα καλά τώρα. Τίποτα συγκεκριμένο, απλά στην τόση νύχτα χρειαζόμουν κάτι συμπαγές και στέρεο, όλα με οδήγησαν με απόλυτη ειλικρίνεια στη φωνή σου…