του Θεόδωρου Πάλλα
από τους αστραγάλους της πήδησαν άνθη
πίστεψαν
εκείνα ήταν αρπαγές
που αναποδογύρισαν και βύθισαν τον κόσμο μας όλον
τη στιγμή της γέννησής της οι Μοίρες αποκοιμήθηκαν
με αποκούμπι τις περασμένες Ώρες
βρήκαν τότε ευκαιρία
η Μέρα
κι έπλασε το πρόσωπό της θεϊκό
να αλληλοσκοτώνονται για μια της ματιά οι άμοιροι θεοί
η Νύχτα
κι έπλασε το κορμί της αλαβάστρινο αμφορέα
να πίνουν οι θνητοί και να βουρλίζονται
και τ’ άστρα βούλιαξαν μέσα της
μια ποδιά έγιναν που τύλιξαν το σύμπαν με τη μορφή της
κι ο ποιητής, που πίστεψε στη δύναμη των λέξεων
πυρπολήθηκε στο χείλος της συμπαντικής της έκρηξης